- τευτάσσω
- τευτ-άσσω,A = τευτάζω, Orac. in Ath.Mitt.25.399 ([place name] Aezani).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τευτάζω — και δ.τ. τευτάσσω Α 1. ασχολούμαι αποκλειστικά ή συνεχώς με κάτι, καταγίνομαι («οὐ χρὴ ἡμᾱς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῑα τευτάζειν», Ωριγ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τής καθημερινής γλώσσας τών… … Dictionary of Greek